Βράδυ Χριστουγέννων. Κάθομαι στο πολυκαιρισμένο παγκάκι της αυλής, δίπλα στο μακρόβιο έλατο. Φοράω χοντρό πανωφόρι και έχω τυλίξει πολλές φορές ένα ζεστό κασκόλ γύρω από το λαιμό μου. Οι νιφάδες του χιονιού πέφτουν στο γυμνό μου κεφάλι. Τα πολύχρωμα λαμπιόνια που στολίζουν το ψηλό δέντρο αναβοσβήνουν, τυλίγοντάς με πότε στο τρομακτικό, πυκνό σκοτάδι και πότε στο γλυκό, ελπιδοφόρο φως. Αυτές οι εναλλαγές φωτός και σκότους σημάδεψαν ολόκληρη τη ζωή μου. Είμαι τώρα πέντε χρονών.
Επί εβδομήντα χρόνια την ίδια ώρα της ίδιας άγιας νύχτας κάθομαι στο ίδιο παγκάκι της αυλής, δίπλα στο στολισμένο με λαμπιόνια έλατο, πιστός στο ραντεβού μου. Αναμένω τη λάμψη που θα σκίσει το σκοτάδι και θα φωτίσει το δρόμο μου. Ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί.
Την πρώτη φορά – ήμουν εβδομήντα πέντε χρόνων θυμάμαι – η στιγμιαία λάμψη αποκάλυψε σβήνοντας μια ζοφερή ανδρική μορφή. Συνειδητοποίησα αυτοστιγμεί ποιος ήταν ο επισκέπτης μου και ταράχτηκα πολύ. Η μαύρη φορεσιά του και η αποκρουστική όψη του με έκαναν να στρέψω αλλού το βλέμμα μου. Απέφυγε λοιπόν να έρθει δίπλα μου και κάθισε παράμερα μέχρι να συνηθίσω την παρουσία του και να αποδεχτώ τον ερχομό του. Όταν πια κατόρθωσα να νικήσω το φόβο, του μίλησα:
- Η παρουσία σου είναι λιγότερο δυσάρεστη από την αναμονή σου. Λιγότερο δυσάρεστη και από τη βεβαιότητά σου. Μακάρι να μην είχα ποτέ συνείδηση της ύπαρξής σου...
Ο Θάνατος τότε αποκρίθηκε:
- Η ύπαρξή μου έδωσε νόημα στη δική σου ύπαρξη και αξία στη ζωή σου!
Η παράδοξη αυτή οπτική πράγματι νοηματοδότησε τη ζωή μου, έτσι στα εξήντα πέντε μου φρόντισα να βρίσκομαι στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή. Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου το Μίσος. Είχε όψη χαιρέκακη και βαθουλωτά, σπινθηροβόλα μάτια. Σηκώθηκα από τη θέση μου και το ρώτησα:
- Σε όλη μου τη ζωή δε σε συνάντησα. Γιατί πρέπει τώρα να με κάνεις να χάσω την καλοσύνη και την πραότητά μου;
- Πρέπει να με υποφέρεις, γιατί έτσι μόνο θα συμπληρωθεί ο κατάλογος των παθών σου. Δε θα μπορούσες να ισχυριστείς ότι έζησες, αν δε γνώριζες εμένα, που είμαι το πιο έντονο συναίσθημα. Πόσο μάλλον να ισχυριστείς ότι έζησες δίνοντας και παίρνοντας αγάπη.
Έτσι έζησα ακόμα μια δεκαετία, προσπαθώντας να συμβιβαστώ με τα πάθη μου, δηλαδή με την ανθρώπινη φύση μου.
Στα πενήντα πέντε μου χρόνια παρουσιάστηκε απρόσμενα μπροστά μου η Αρρώστια. Ήταν καχεκτική, με πρόσωπο ωχρό και μαλλιά στο χρώμα του πυρωμένου σίδερου. Δεν της μίλησα, μόνο αναστέναξα με αγανάκτηση.
- Μην εγκαταλείπεις τον αγώνα, μου είπε τότε χαμηλόφωνα, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. Μπορείς να βγεις πολύ δυνατότερος από αυτή τη δοκιμασία. Είμαι το τίμημα που πληρώνεις για όσα ανεκτίμητα αγαθά θεωρούσες ως τώρα δεδομένα.
Την αρρώστια τελικά τη νίκησα με καρτερικότητα και ανεξάντλητη θέληση για ζωή και εκτίμησα την υγεία, που είναι το πολυτιμότερο αγαθό.
Ανήμερα Χριστουγέννων, στα σαράντα πέντε μου χρόνια, στην ακμή της δύναμης και της εξουσίας μου, εμφανίστηκε μπροστά μου ο Πλούτος.
- Μου έχεις χαρίσει την ευτυχία, του είπα.
- Η ευτυχία που σου προσφέρω είναι εφήμερη, μου απάντησε. Για να καταλάβεις πόσο σε καταδυναστεύω, πρέπει να με απαρνηθείς. Τότε θα βρεις πιο ουσιαστικά πράγματα που θα σε κάνουν πραγματικά ευτυχισμένο.
Το χρήμα όμως ήταν δύσκολο να το απαρνηθώ κι άργησα πολύ να καταλάβω ότι όσο περισσότερα αποκτούσα τόσο πιο δυστυχισμένος και περιορισμένος γινόμουν.
Στα τριάντα πέντε μου, δίπλα μου στο παγκάκι της αυλής ήρθε και κάθισε ο Χρόνος. Με άγγιξε κι εγώ πετάχτηκα πάνω τρομαγμένος. Γεμάτος θυμό, του είπα:
- Το διάβα σου είναι τόσο βιαστικό. Μου γεννάς τον πανικό και υποτάσσεις την ψυχή μου.
- Υπάρχω, γιατί με δημιούργησες. Και με δημιούργησες, για να εκπληρώνεις έγκαιρα και χωρίς αναβολή τους στόχους σου. Έτσι θα γίνεις σπουδαίος!
Συμφιλιώθηκα λοιπόν μαζί του και προσπάθησα να καταγίνομαι στο εξής με πράγματα σημαντικά.
Στη νιότη των είκοσι πέντε μου γνώρισα τον Έρωτα. Είχε ροδαλά μάγουλα και κατάστιλπνα μαύρα μαλλιά. Η παρουσία του έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει και κάθε ψήγμα λογικής να εξανεμιστεί.
- Η φωνή της λογικής σπάνια λέει την αλήθεια, είπε. Ακολούθησε το δρόμο που σου ανοίγει η καρδιά και να είσαι βέβαιος ότι έχεις πάρει τη σωστή απόφαση.
Από τότε η φωνή της καρδιάς μου υπερίσχυε της ψυχρής λογικής και πλέον είμαι σε θέση να πω ότι ποτέ δε βγήκα χαμένος.
Πριν από δέκα χρόνια, εμφανίστηκε δίπλα στο γέρικο έλατο το Όνειρο. Ήμουν δεκαπέντε χρόνων και η ορμή για ζωή και δημιουργία ξεχείλιζε μέσα μου. Του είπα:
- Άφησέ με επιτέλους ήσυχο. Αγκιστρώνεσαι στο μυαλό μου, με ναρκώνεις κι όταν πια ξυπνάω, θλίβομαι που καμιά εικόνα και υπόσχεσή σου δεν είναι πραγματική!
- Αφού μπορείς να ονειρευτείς, μπορείς και να πραγματοποιήσεις, μου αποκρίθηκε το Όνειρο και χάθηκε από μπροστά μου.
Τώρα είμαι πέντε χρονών. Μάταια περιμένω τη γνώριμη πια λάμψη των Χριστουγέννων, γιατί κάθε στιγμή με λούζει με το φως της. Τώρα νοιώθω πλούσιος, γιατί αγαπάω και γνωρίζω περισσότερα, τώρα είμαι ευτυχισμένος γιατί ζω, αισθάνομαι και ονειρεύομαι. Πίσω από το στολισμένο με πολύχρωμα λαμπιόνια έλατο, ξεπροβάλλει η μητέρα μου. Το χαμόγελό της όμως είναι πιο φωτεινό και πολύχρωμο. Φοβάται σίγουρα μην κρυώσω εδώ έξω. Με σηκώνει στην αγκαλιά της, με φιλάει με στοργή και μου ψιθυρίζει:
- Είσαι όλος μου ο κόσμος...