Στο πλαίσιο του (τηλε)μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και δουλεύοντας το κλασικό κομμάτι της θεωρίας για τους τρόπους ανάπτυξης των παραγράφων, ανέθεσα στους μαθητές μου (θέλοντας όπως πάντα να είμαι επίκαιρη, για να έχει λίγο περισσότερο νόημα αυτό που κάνουμε) να αναπτύξουν παράγραφο με σύγκριση-αντίθεση για τις διαφορές τηλεκπαίδευσης και διά ζώσης εκπαίδευσης. Τα παιδιά έγραψαν ασφαλώς αυτό που έπρεπε να γράψουν (περί μέσων διδασκαλίας και χρόνου και τόπου και απόστασης και μεθόδου και τα συναφή), εγώ όμως άρχισα να προβληματίζομαι και να συνειδητοποιώ ότι πέρα από τις προφανείς διαφορές... δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές! Και αναρωτιέμαι, μήπως τελικά άδικα γκρινιάζουμε και μεμψιμοιρούμε για το «κακό» που ήρθε εξαπίνης να μας βρει; Μήπως η τηλεκπαίδευση στην ιδανική της μορφή μπορεί να υπηρετήσει αποτελεσματικά τους εκπαιδευτικούς στόχους;
Πριν πω οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι υπέρ της τηλεκπαίδευσης. Δεν είμαι όμως και κατά. Δεν είναι κάτι που επιλέξαμε άλλωστε, αλλά ένας μονόδρομος που κάποιοι από εμάς – πιο ευέλικτοι και πιο διορατικοί – άρχισαν να διαβαίνουν από τον Μάρτιο, ενώ κάποιοι άλλοι όταν ανακοινώθηκε η υποχρεωτικότητα. Εκνευρίζομαι που κάτι πρέπει να γίνει υποχρεωτικό, για να το υπηρετήσεις, αλλά ας μην επεκταθώ σε αυτό τώρα. Θα επανέλθω σε αυτό το σημείο στην πορεία.
Πάμε λοιπόν να ελέγξουμε αν υπάρχουν ή όχι ουσιώδεις διαφορές. Για να το κάνουμε οργανωμένα, θα χρησιμοποιήσουμε απαρίθμηση. Θα παραθέσουμε τους σκοπούς της εκπαίδευσης γενικά και θα εξετάσουμε αν αυτοί παύουν ή εξακολουθούν να εξυπηρετούνται μέσω της τηλεκπαίδευσης, όταν αυτή λειτουργεί σωστά:
1. Η εκπαίδευση παρέχει γνώσεις στους εκπαιδευόμενους.
Μα και η τηλεκπαίδευση παρέχει γνώσεις. Πρωτίστως αυτόν τον στόχο πραγματώνει. Αυτές οι γνώσεις μάλιστα μπορούν να αποκτηθούν και πιο βιωματικά και όχι μηχανιστικά, γιατί ο υπολογιστής δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ο δάσκαλος πολύ εύκολα τα πολυμέσα (βίντεο, εικόνες, ήχους κλπ.). Αν και είχε τη δυνατότητα και στη φυσική τάξη να χρησιμοποιήσει τα συγκεκριμένα μέσα, σπανίως τα αξιοποιούσε, γιατί προτιμούσε την παραδοσιακή μέθοδο.
2. Η εκπαίδευση καλλιεργεί την κριτική σκέψη και τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις του εκπαιδευόμενου (λογική, προσοχή, αντίληψη, παρατηρητικότητα, δημιουργικότητα, επιμονή, υπομονή κλπ.).
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το παιδί αποχαυνώνεται τόσες ώρες μπροστά σε μια οθόνη. Αν όμως δε μένει παθητικό, αλλά συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία, συμβαίνει το αντίθετο. Η οθόνη έχει τη μαγική ιδιότητα να προσελκύει την προσοχή, να αναπτύσσει την παρατηρητικότητα. Ο μαθητής, ειδικά ο πιο εσωστρεφής, προστατευμένος πίσω από την οθόνη στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού του μπορεί να πάρει πιο εύκολα την απόφαση να εκφράσει την άποψή του, να απαντήσει σε μια άσκηση, να διαβάσει την εργασία του. Πολλά παιδιά μάς έδειξαν άλλο πρόσωπο τον Μάρτιο, «άνθισαν» ξαφνικά κι αυτό που κατάφεραν τότε τα συνοδεύει μέχρι σήμερα. Το παιδί που κοιμόταν από βαρεμάρα ή από έλλειψη ενδιαφέροντος στο θρανίο του σχολείου του ή που προκαλούσε την προσοχή των άλλων με όποιον τρόπο μπορούσε, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση αλλάζει συμπεριφορά.
3. Η εκπαίδευση εξοικειώνει τον μαθητή με τις διαδικασίες της διά βίου μάθησης. Του μαθαίνει δηλαδή πώς να μαθαίνει.
Και πώς αλλιώς θα μάθει να αυτομορφώνεται, αν δεν εξοικειωθεί πρώτα καλά και σωστά με το μέσο, το σύγχρονο δηλαδή πολυεργαλείο της αυτομόρφωσης που είναι το διαδίκτυο; Και ποια διαδικασία τον φέρνει τώρα σε επαφή με αυτό το πολυεργαλείο, αν όχι η τηλεκπαίδευση;
4. Η εκπαίδευση μαθαίνει στον μαθητή πώς να αξιοποιεί γόνιμα τις νέες τεχνολογίες.
Πόσες βασικές λειτουργίες δε γνώριζαν τα παιδιά προ τηλεκπαίδευσης που από τα γεννοφάσκια τους είχαν ένα κινητό και ένα τάμπλετ στο χέρι, αλλά δε γνώριζαν παρά να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια και να ανεβάζουν φωτογραφίες στο ίνσταγκραμ;
5. Η εκπαίδευση διδάσκει την πειθαρχία σε κανόνες και εντάσσει το παιδί σε ένα πλαίσιο υποχρεώσεων.
Οι ίδιοι κανόνες που ίσχυαν στη φυσική τάξη ισχύουν κι εδώ. Ο μαθητής θα πρέπει να μπαίνει στην ώρα του για μάθημα. Θα πρέπει να περιμένει τη σειρά του και να ζητάει τον λόγο, για να μιλήσει. Θα πρέπει να σέβεται τον εκπαιδευτικό και τους συμμαθητές του. Θα πρέπει να είναι συνεπής στις μαθητικές του υποχρεώσεις, να είναι διαβασμένος, να παραδίδει στην ώρα του τις εργασίες του κλπ. Παράλληλα, ο ίδιος αυτενεργεί. Κατεβάζει τα φυλλάδιά του, τα λύνει, τα ανεβάζει, για να τα παραδώσει.
6. Η εκπαίδευση ηθικοποιεί και κοινωνικοποιεί.
Αυτός ο στόχος είναι πιο δύσκολο να αποδειχτεί ότι εκπληρώνεται, ωστόσο έχει ξεκινήσει η τεκμηρίωσή του ακριβώς από πάνω. Περαιτέρω ας διερωτηθούμε: μπορεί το παιδί να ενστερνιστεί αξίες και έναν κώδικα σωστής και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς σε ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον μάθησης; Μπορεί ένας εκπαιδευτικός να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του παιδιού, ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στην ομάδα; Σίγουρα οι ευκαιρίες που θα δημιουργούσε η πραγματική κοινωνική συναναστροφή εδώ περιορίζονται. Παρ’ όλα αυτά δημιουργούνται νέες ευκαιρίες, ώστε ο εκπαιδευτικός να διδάξει σωστούς τρόπους συμπεριφοράς σε ένα ψηφιακό περιβάλλον. Κι αυτό δεν υπολείπεται σε σημασία, αν σκεφτούμε πόσο σημαντική είναι τα τελευταία χρόνια η «παράλληλη ζωή» και κοινωνικότητα που έχουμε οι περισσότεροι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για παράδειγμα. Καλώς ή κακώς.
7. Η εκπαίδευση θέτει στο επίκεντρο τον μαθητή και σέβεται τη διαφορετικότητα και την ατομικότητα.
Θεωρώ ότι οι ήδη υψηλές απαιτήσεις της διαφοροποιημένης και προσαρμοσμένης στα ενδιαφέροντα και τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε μαθητή διδασκαλίας δεν πολλαπλασιάζονται στην τηλεκπαίδευση, αλλά παραμένουν σταθερές. Ωστόσο, ο μαθητής με μαθησιακές δυσκολίες δύσκολα ευνοείται από τη συγκεκριμένη εφαρμογή της εκπαίδευσης. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την επιτηδειότητα και την εμπειρία του εκπαιδευτικού και από το άτομο που βρίσκεται διακριτικά δίπλα στο παιδί, για να το διευκολύνει στη διαδικασία. Γενικότερα, η τηλεκπαίδευση μπορεί καλύτερα στην ασύγχρονη εκδοχή της να υπηρετήσει τις ατομικές ανάγκες.
(Υπάρχουν σίγουρα κι άλλοι στόχοι, αλλά ας περιοριστούμε σε αυτούς τους βασικούς).
Κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ θεωρητικά, ενώ η πράξη και η καθημερινότητα τα διαψεύδουν, τι είναι προτιμότερο, να συνεχίσουμε να διαιωνίζουμε την έως τώρα σε μεγάλο ποσοστό αποτυχημένη προσπάθεια ή να επικεντρωθούμε σε εκείνες τις προϋποθέσεις που θα την καταστήσουν αποτελεσματική;
Σε όσα γράφω δεν υποβόσκουν άλλες σκοπιμότητες. Εκείνο που θέλω είναι να σταματήσει η γκρίνια και να κάνουμε όλοι ό,τι καλύτερο μπορούμε για το καλό των παιδιών. Γιατί μόνο τα παιδιά έχουν σημασία. Και η τηλεκπαίδευση είναι το μόνο όπλο που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας, για να μην αφήσουμε τα μυαλά τους να σκουριάσουν και τις ψυχούλες τους να μαραζώσουν.
Δε μας επιμόρφωσαν. Σωστό. Μας έριξαν κατευθείαν στα βαθιά και μας υποχρέωσαν να κολυμπήσουμε. Ε λοιπόν, ας κολυμπήσουμε. Ας αυτομορφωθούμε. Θα έπρεπε να γνωρίζουμε να αξιοποιούμε τα σύγχρονα μέσα δεκαετίες τώρα, έστι δεν είναι; Τι περιμέναμε; Δε μας έδωσαν εξοπλισμό. Σωστό. Ούτε στα παιδιά έδωσαν. Πόσες οικογένειες με δυο και τρία παιδιά δεν προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με ένα κινητό; Μας άλλαξαν το πρόγραμμα, τις ώρες διδασκαλίας. Και; Καταστρέφουμε τα μάτια μας και την υγεία μας... Φθείρουμε τις συσκευές μας... Οι μαθητές μας μας εξαπατούν στα τεστ, δεν μπορούμε να τους αξιολογήσουμε σωστά... Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια!
Όλοι ανοιχτά σχολεία θέλουμε. Όλοι θέλουμε τις παλιές καλές μέρες. Όμως τώρα τι κάνουμε; - Αγωνιζόμαστε με τα μέσα που έχουμε! Και ειλικρινά έχουμε ένα σούπερ όπλο στα χέρια μας.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης νιώθω ότι βαραίνει και τους γονείς. Εκείνοι θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεχάσουν το σχολείο ως χώρο φύλαξης. Ποτέ εξάλλου δεν είχε αυτό τον ρόλο. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μπορεί να κάνει όλα τ’ άλλα, φύλαξη όμως δεν μπορεί να προσφέρει. Πέρα απ’ αυτό ο ρόλος των γονέων δεν είναι η... συνεκπαίδευση. Δεν έχουν τον ρόλο να κάθονται δίπλα στο παιδί, για να το καθοδηγούν στο μάθημα. Ο ρόλος τους είναι να διδάσκουν στο παιδί ότι είναι σημαντικό να είναι συνεπές στο μάθημα και στις υποχρεώσεις του. Επίσης, να το βοηθούν, όταν αντιμετωπίζει τεχνικά προβλήματα. Βέβαια, στα νήπια και στα παιδιά με δυσκολίες ο ρόλος τους είναι περισσότερο σύνθετος και οι ισορροπίες που πρέπει να κρατήσουν λεπτές. Αλλά όλοι οι γονείς θα πρέπει να συνεργάζονται με κάποιον τρόπο με τους εκπαιδευτικούς, ώστε να μπορούν από κοινού να προλαβαίνουν περιπτώσεις παιδιών που λόγω αβεβαιότητας ή ελαστικότερων συνθηκών χάνουν την όρεξη και εγκαταλείπουν. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Άρα η τηλεκπαίδευση ως τηλεκπαίδευση δεν είναι κατακριτέα ούτε υποδεέστερη. Στην ανάπτυξη στοχεύει την ατομική και κατ’ επέκταση τη συλλογική. Η επιτυχία της βέβαια εξαρτάται από τους φορείς της. Όπως άλλωστε συνέβαινε και με τη συμβατική εκπαίδευση. Η οποία – γιατί να το κρύψουμε – δεν ήταν πάντοτε επιτυχής. Η τηλεκπαίδευση όμως είναι τόσο «διαφανής» που στην περίπτωση που αποτύχει θα είναι εύκολο να προσδιοριστούν οι αιτίες της αποτυχίας. Μήπως αυτό κατά βάθος μας φοβίζει;