Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Κατά δικός μου

Αν το αφήσεις για τελευταία στιγμή, έστω και καθημερινή, το πιθανότερο είναι να μη βρεις εισιτήριο ή να στριμωχτείς κάπου στον εξώστη. Το γεγονός ότι για τρίτη συνεχή χρονιά το θέατρο όπου ανεβαίνει αυτή η παράσταση είναι πάντα γεμάτο σίγουρα αποκαλύπτει πολλά για την ποιότητά της.

Στην αρχή είναι το γέλιο. Γέλιο καθάριο και ειλικρινές. Κι έπειτα, εκεί που δεν το περιμένεις, με καμία απολύτως προπαρασκευή, το δάκρυ κυλάει ασυγκράτητο και αβίαστο. Αυτή η συναρμογή χαράς και συγκίνησης, οι γευστικές εναλλαγές γλυκού και αλμυρού, είναι που κάνουν το έργο να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα άλλα.

Ο "κατά δικός μου" πραγματεύεται τον αντίκτυπο της σημερινής οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις και στη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας. Κινητήριος μοχλός του έργου ο ρατσισμός. Η πίστη στην ανωτερότητά μας απέναντι στο ξένο μάς περιχαρακώνει πνευματικά, δημιουργώντας στερεότυπα. Ωστόσο, υπάρχει πάντοτε το περιθώριο μεταμέλειας. Ακόμα και στην περίπτωση που το διαφορετικό έχει φαλκιδεύσει απτά τα δικαιώματά μας, ακόμα κι όταν έμπρακτα έχει θίξει τα συμφεροντά μας, η γνωριμία μαζί του μάς δίνει τη δυνατότητα να αναθεωρήσουμε. Η εμπιστοσύνη που ενδεχομένως δείξουμε σε αυτό κάνει κι εμάς καλύτερους, αλλά βοηθάει κι εκείνο να αδράξει την ευκαιρία που αναζητούσε, για να κατορθώσει να μη ζει πια παραβατικά και να γίνει "κάποιος".

Το α- στερητικό μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω και να μας βοηθήσει να υπερβούμε τους φόβους μας. Αυτός ο φόβος, που βρίσκεται στον πυρήνα της θεατρικής πράξης, εκδηλώνεται στην αρχή ως ξενοφοβία και ύστερα, καθώς η δράση εξελίσσεται, ως φόβος για τον εαυτό και τελικά ως φόβος για τα πάντα και τους πάντες. Ο φόβος για το ξένο μετασχηματίζεται σε φόβο για το παν-ελλήνιο. Ο φόβος της απώλειας κινεί τα βήματά μας, μας αναγκάζει να εμμένουμε σε δηλητηριασμένες και τελειωμένες σχέσεις και να μηχανευόμαστε τρόπους, καπηλευόμενοι τις περιστάσεις, για να κρατήσουμε ανθρώπους στη ζωή μας, που ξέρουμε ότι γυρνούν κοντά μας μόνο όταν τα πράγματα στη δική τους ζωή ορφναίνουν.

Παράλληλα, η ανάγκη να νοιώσουμε ασφαλείς μάς κάνει να θυσιάζουμε την ελευθερία μας. Κι υψώνουμε τείχη γύρω μας, που μας κρατούν μακριά από ό,τι έχει πραγματικά σημασία, και ζούμε μέσα στα κλουβιά μας απομονωμένοι, αλλά "αγαπημένοι", αφού ο φόβος είναι αυτός που μας κρατάει ενωμένους. Ο φόβος της απώλειας γίνεται απώλεια της ελευθερίας. Προσπαθώντας να νοιώσουμε πιο ασφαλείς, υποτάσσουμε τον άλλο, τον κάνουμε "κατά δικό μας", κτήμα μας. Όμως αυτά τα κεκτημένα μας εν τέλει μας σκοτώνουν.

Ο "κατα δικός μου" είναι, λοιπόν, το αντικείμενο της ιδιοκτησίας μου που με καθιστά "κατάδικο". Είμαι καταδικασμένος να κυριαρχώ και να αλίσκομαι, είμαι καταδικασμένος να αντιμάχομαι τους φόβους μου με φαρμακευτικά παρασκευάσματα και σιδερικά, είμαι καταδικασμένος να με ξεχνούν και να με θυμούνται, είμαι καταδικασμένος να είμαι ο "κανένας". "Βασανίζομαι", γι' αυτό χρειάζεται δύναμη και θάρρος να επιβληθώ στην ανωνυμία μου και, κατανικώντας τους φόβους μου, να αποκτήσω ταυτότητα. Όπως και να έχει, ένα πρέπει να θυμάμαι, ότι "δεν πατάμε ανθρώπους, μίστερ!".