Ήταν κάποτε ένα πουλί που του άρεσε να πετάει.
Θα μου πείτε, όλα τα πουλιά αρέσκονται να πετούν. Μα στο συγκεκριμένο Δάσος το πέταγμα είχε απαγορευτεί εδώ και πολύ πολύ καιρό.
Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες γενιές πουλιών που δεν πετούσαν, οι νεοσσοί γεννιούνταν με όλο και πιο ασθενικές φτερούγες. Τον περασμένο χρόνο μάλιστα γεννήθηκε ένας κραυγαετός που δεν είχε καθόλου φτερούγες.
Ανάλογες απαγορεύσεις που ίσχυαν για τα πουλιά υπήρχαν βέβαια και για τα άλλα ζώα. Να σας πω για παράδειγμα ότι σε κανένα λαγό δεν επιτρεπόταν να τρέχει. Αν τον έβλεπαν οι Λύκοι, που ήταν οι φύλακες του Δάσους, θα του έδιναν κλήση. Αλλά για τα πουλιά οι νόμοι ήταν αυστηρότεροι.
Το γεγονός αυτό δεν ενοχλούσε παρά λιγοστά είδη πουλιών. Δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν δυστυχισμένα, γιατί φοβούνταν και δεν το τιτίβιζαν. Όλα τα υπόλοιπα έδειχναν πολύ ικανοποιημένα, μιας και είχε επιλυθεί διαπαντός το πρόβλημα της διατροφής τους και μπορούσαν να γεύονται νοστιμότατους μεζέδες χωρίς να κοπιάσουν τα ίδια.
Και οι φωλιές τους όμως ήταν ιδιαίτερα ευρύχωρες και άνετες. Τους τις είχαν κτίσει κοντά στο μέρος όπου συγκεντρώνονταν καθημερινά όλα τα ζώα, για να ακούσουν τι είχαν να πουν τα Τσακάλια, εκπροσωπώντας το Βασιλιά τους, και στη συνέχεια να ψυχαγωγηθούν με το φθηνό – η αλήθεια είναι – αλλά κατανοητό σε όλους θέαμα που πρόσφεραν οι Βάτραχοι.
Τα πουλιά, λοιπόν, δεν ήταν πια αναγκασμένα να εξασφαλίζουν τη στέγη και την τροφή τους, γι’ αυτό άλλωστε και είχαν ξεχάσει να πετούν. Αλλά εκείνο το πουλί ονειρευόταν κάθε νύχτα ότι πετούσε. Τα όνειρά του μάλιστα τον τελευταίο καιρό ήταν τόσο ζωντανά που, όταν ξυπνούσε, ένοιωθε ότι αλήθεια μπορούσε να πετάξει. Κι η καρδιά του φτερούγισε από ευτυχία.
Κάθε μέρα που ξεκινούσε για το σχολείο βυθιζόταν σε σκέψεις. Προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τη σημασία αυτών των ονείρων. Δεν είχε δει ποτέ όσο ζούσε κανένα πουλί να πετάει. Αφού, λοιπόν, δεν είχε συγκεκριμένη εμπειρία, πώς γινόταν σε αυτή την αποκλίνουσα κατάσταση συνειδητότητας των ονείρων του να βλέπει ότι στη φύση των ομοίων του υπάρχει αυτή η ικανότητα;
Βέβαια δεν ήξερε ο μικρός φτερωτός μας φίλος ότι ερωτήματα σαν και αυτά απασχολούσαν εδώ και χρόνια έναν ολόκληρο επιστημονικό κλάδο. Στα πέρατα του δάσους, μακριά από τον οικισμό των ζώων, στο τιτάνιο ερευνητικό κέντρο με τα ψηλά τείχη που έφταναν ως στον ουρανό, οι Κουκουβάγιες ολονυχτίς μελετούσαν συστηματικά τέτοια ψυχολογικά θέματα, προσπαθώντας να εφεύρουν μία κατάλληλη μέθοδο, ώστε να εξαλείψουν τα υποσυνείδητα βιώματα.
Αυτό λοιπόν ούτε το ήξερε ούτε το φανταζόταν ο...
Σας ζητώ συγγνώμη για τη διακοπή, αλλά... τι γκάφα! Λίγο έλειψε να σας αποκαλύψω την ταυτότητα του ήρωα αυτής της πραγματικής ιστορίας. Ας βρω καλύτερα ένα ψευδώνυμο για το πουλί που επιθυμούσε να πετάξει, ώστε να διατηρηθεί η ανωνυμία του, γιατί δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι υπάρχει κάποιος σε αυτή την κοινωνία ζώων που έχει τέτοιες επιθυμίες ή που κάνει τέτοιες ανήκουστες σκέψεις.
Για να προφυλάξουμε το φίλο μας από τις Αλεπούδες, που τρίβουν τα χέρια τους όποτε ανακαλύπτουν τέτοια περιστατικά, αφού ασκούν επίσημα το επάγγελμα του καταδότη και φορολογούνται μάλιστα γι’ αυτό, ας τον φωνάζουμε από δω και πέρα «Αιθεροβάμων». Άλλωστε, όπως σε ένα βάζο μαρμελάδα σημασία δεν έχει η ετικέτα, αλλά το περιεχόμενο, έτσι και στα ζώα σημασία δεν έχουν τα ονόματα, αλλά οι ψυχές τους.
Ο Αιθεροβάμων, λοιπόν, δε φανταζόταν καν ότι οι επιστήμονες προσπαθούσαν να απαλλάξουν τα ζώα από τα όνειρά τους. Περπατώντας όμως κάθε ξημέρωμα προς το σχολείο, έκανε περίπλοκες σκέψεις για τα όνειρα και ευχάριστες σκέψεις για το πέταγμα. Ήθελε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, για να ορίσει το συναίσθημα που βίωνε στα όνειρά του, αλλά καμία τέτοια λέξη δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό του. Εμείς βέβαια θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό απλά και αβίαστα «αίσθηση ελευθερίας».
Τις ώρες που βρισκόταν στο σχολείο ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από τα μαθήματά του. Αυτό από τη μία οφειλόταν στο ότι ο δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός και αυταρχικός και δεν επέτρεπε να μην προσέχουν τα ζώα τη διδασκαλία του. Από την άλλη, τελείωνε φέτος το σχολείο και έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά, για να πάρει το απολυτήριό του, ώστε να μπορέσει να εργαστεί στα μεγάλα δημόσια έργα. Δεν ήθελε να καταντήσει σαν τα τζιτζίκια που, επειδή όλη μέρα μπεκρολογούσαν, τα άλλα ζώα τα κοιτούσαν υποτιμητικά και τα περιθωριοποιούσαν, αλλά δεν έκαναν τίποτε γι΄αυτό.
Έτσι και σήμερα μπήκε στην τάξη αποφασισμένος να επιστήσει όλη του την προσοχή στο μάθημα. Το Φίδι, που όλοι αποκαλούσαν σοφό δάσκαλο και το σέβονταν, επειδή είχε παρακολουθήσει ανώτατες πνευματικές σπουδές, θα αναφερόταν σε μια κρίσιμη περίοδο της Νεότερης Ιστορίας του Δάσους και είχε ζητήσει να μη λείψει κανένας από την παράδοση.
Οι μαθητές άνοιξαν τα βιβλία τους στη σελίδα που τους υποδείχτηκε και προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν με την καθοδήγηση του δασκάλου τις εικόνες που υπήρχαν εκεί. Βλέπετε, τα βιβλία σ΄αυτό το σχολείο ζώων περιείχαν κυρίως φανταχτερές και εντυπωσιακές εικόνες που καθήλωναν τους μαθητές. Τις εικόνες αυτές κάποτε συνόδευαν κάποιες λιτές φράσεις, χωρίς ρήματα, ή – σπανιότερα – σύντομα και ευκολομνημόνευτα κείμενα.
Την προσοχή του Αιθεροβάμονα αιχμαλώτισε μια συγκεκριμένη εικόνα που παρίστανε ένα δίποδο ον δυο μέτρα ψηλό, το οποίο το Φίδι αποκάλεσε «Άνθρωπο». Τα μάτια του Ανθρώπου πετούσαν σπίθες, το στόμα του ήταν παραμορφωμένο από τις οξείες κραυγές που άφηνε κι είχε ιδιαίτερα τρομακτική όψη. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο και μακρόστενο σιδερένιο εργαλείο. Ο Αιθεροβάμων έμαθε ότι το εργαλείο αυτό λεγόταν «όπλο» και ότι του έδινε υπέρτατη εξουσία, όταν το χρησιμοποιούσε για να επιβληθεί και να σκοτώσει ζώα...
Το αθώο πουλί ανατρίχιασε. Η εικόνα αυτή ήταν πολύ πιο φοβερή από εκείνες που παρουσίαζαν τα Τσακάλια κάθε απόγευμα στο Χώρο Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας, για να θυμίσουν στο λαό ότι ο κίνδυνος να επιστρέψουν οι Εχθροί και να καταλάβουν το Δάσος καραδοκούσε ακόμα.
Σταλάζοντας ο φόβος στην καρδιά του Αιθεροβάμονα, υποσκέλισε την επιθυμία του να πετάξει. Έφευγε τώρα από το σχολείο, βυθισμένος σε καινούριες σκέψεις. Το γεγονός ότι τα πιο εξέχοντα ζώα του δάσους, ειδικά οι Νυφίτσες, που απάρτιζαν το βασιλικό συμβούλιο, αλλά και ο ίδιος ο Βασιλιάς, μεριμνούσαν για την ασφάλεια όλων, τον έκανε να αναστενάξει από ανακούφιση. Πόσο πιο εύκολο είναι αλήθεια να αποφασίζει κάποιος άλλος για τη ζωή σου!
Το Φίδι είχε διακηρύξει με στόμφο ότι η Αρκούδα δικαίως είχε αναγορευτεί Βασιλιάς των Ζώων, αφού διέθετε εξαίρετες ικανότητες τόσο στη διακυβέρνηση όσο στο διπλωματικό πεδίο. Η εκεχειρία που είχε υπογράψει με τους Ανθρώπους ήταν ευνοϊκή για όλους και η ειρήνη θα διαφυλασσόταν για πάντα, έφτανε οι υπήκοοι να τηρούσαν κατά γράμμα τις αυτοκρατορικές αποφάσεις. Το Δάσος είχε, εξάλλου, στη διάθεσή του ένα πολύ καλά εξοπλισμένο στράτευμα Αγριόγατων, που θα έδιναν και τη ζωή τους για την προστασία του έθνους.
Τόσο πολύ είχαν κατακλύσει οι σκέψεις το μυαλό του Αιθεροβάμονα που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι εδώ και ώρα είχε χαθεί μέσα στο δάσος. Ξυπνώντας λες από εφιάλτη και αντικρίζοντας το άγνωρο τοπίο γύρω του, του δημιουργήθηκε τέτοια αναστάτωση που παραπάτησε και άρχισε να πέφτει κάθετα από έναν ψηλό γκρεμό. Νομίζοντας ότι το τέλος του είχε φτάσει, έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε δυνατά. Αχ και να γινόταν κάτι να σωθεί!
Τότε, κλάσματα δευτερολέπτου πριν από την πρόσκρουση στο έδαφος και την τελική συντριβή του, το πουλί που ονειρευόταν να πετάξει πήρε τη μοίρα του στα χέρια του. Ενστικτωδώς, άρχισε να χτυπάει με μανία τις φτερούγες του, κατορθώνοντας να μειώσει την ταχύτητα της πτώσης. Βλέποντας ότι η προσπάθειά του είχε αποτέλεσμα, αναθάρρησε και χιλιοστά πάνω από το έδαφος, με τη μαεστρία που πετούσε στα όνειρά του, άνοιξε διάπλατα τις φτερούγες του και απογειώθηκε...
Παρόλο που δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει την αίσια έκβαση της ατυχούς περιπέτειάς του ούτε να καταλάβει σε βάθος τη σπουδαιότητα που είχε το κατόρθωμα που θα του άλλαζε τη ζωή, η χαρά του ήταν απερίγραπτη και πρωτόγνωρη. Προς στιγμή ξέχασε τις ρητές απαγορεύσεις που ίσχυαν για τα πουλιά, συνεπαρμένος καθώς ήταν από το εναέριο παιχνίδι του και την κατάκτηση του ουράνιου θόλου.
Λίγο πιο πέρα από το μέρος όπου διαδραματίζονταν αυτά, δυο Ποντικοί, μέλη της μυστικής υπηρεσίας, κατέστρωναν χαμηλόφωνα κάποιο δραστικό σχέδιο σύλληψης ενός Αγριογούρουνου, που φημολογούνταν ότι κρυβόταν κάπου στο δάσος. Πράγματι, ο Αιθεροβάμων θα πλήρωνε ακριβά τη σχεδόν αλαζονική του συμπεριφορά, αν οι αδύναμες ακόμα φτερούγες του δεν τον πρόδιδαν τελικά. Η αγωνία τού παραλίγο άδοξου τέλους του και η υπερπροσπάθεια του παρθενικού του πετάγματος τον είχαν κουράσει τόσο πολύ που, ξεπνοημένος, υποχρεώθηκε να επιστρέψει στα επίγεια.
Στο γυρισμό ο Αιθεροβάμων, παίρνοντας την απόφαση να μη μοιραστεί με κανέναν την εμπειρία του, επιτάχυνε το βήμα του. Είχε, βλέπετε, συναντήσει τους Ποντικούς που, διακόπτοντας τη σιγανή κουβέντα τους, του είχαν ρίξει μια λοξή και ιδιαίτερα διαπεραστική ματιά, που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί από ταραχή. Προσπερνώντας τους, ένοιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη που από καθαρή τύχη είχε προηγουμένως διαφύγει την προσοχή τους. Δεν είχε βέβαια προσέξει ότι ένα άλλο ζευγάρι περίεργα μάτια τον παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα να πετά.
**********
Πιστός στην απόφασή του, ο Αιθεροβάμων δεν αποκάλυψε το μεγάλο του μυστικό ούτε στους γονείς του. Τους ρώτησε μόνο μια μέρα δήθεν αδιάφορα: «Σε τι χρησιμεύουν οι φτερούγες;» Ο πατέρας του δεν αποκρίθηκε, γιατί ήταν απορροφημένος στη σύνταξη μιας αίτησης έγκρισης προς το Βασιλιά που αφορούσε την προέκταση της φωλιάς τους. Αλλά η μητέρα του έσπευσε να του ξεκαθαρίσει: «Οι φτερούγες κάνουν τα πουλιά πιο όμορφα, παιδί μου!».
Ο Ασβός, γνωστός σε όλο το Δάσος για την παραφροσύνη του, που έτυχε να ακούσει τη συνομιλία, χωρίς όντως να του απευθύνουν το λόγο, τραύλισε: «Τάχα για να σκάβεις λάκκους τα ’χεις τα φτερά; Για να πετάς τα ’χεις ντε!». Κανείς ασφαλώς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον Ασβό και όλοι τον περιγελούσαν. Γιατί περιφερόταν πάντα άσκοπα στα λιβάδια και ανάμεσα στα ζώα, λέγοντας τέτοια τραγελαφικά.
Μέσα στο Δάσος οι σχέσεις μεταξύ των ζώων ήταν τυπικές και ψυχρές. Το υπάρχον καθεστώς απαγόρευε τις στενές κοινωνικές επαφές και καλλιεργούσε με επιτήδειο τρόπο το φόβο και τη διχόνοια στα μέλη του. Τα σαρκοβόρα ζώα, προκειμένου να αποκτήσουν υψηλότερη ιεραρχία στη διακυβέρνηση, στις υπηρεσίες ασφαλείας και στους δημόσιους οργανισμούς, είχαν συναινέσει να μην αναζητούν τη λεία τους ανάμεσα στους υπηκόους κι έτσι επικρατούσε σχετική ευρυθμία. Ουσιαστικές και εγκάρδιες φιλίες, όμως, δεν υπήρχαν ούτε ανάμεσα στα ζώα του ίδιου είδους.
Τα περισσότερα ζώα εργάζονταν εντατικά στην κατασκευή δημόσιων έργων. Έτσι τα ζαρκάδια, οι λαγοί, οι σκίουροι, οι σκαντζόχοιροι, οι σαύρες, τα κουνάβια και τα μυρμήγκια ασκούσαν βαριά χειρωνακτικά επαγγέλματα, ενώ οι φασιανοί, οι πέρδικες, οι κούκοι και τα άλλα πουλιά είχαν αναλάβει την ευθύνη να τα εποπτεύουν, ώστε να μην αποφεύγει κανείς από ραθυμία να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Την περίοδο που το Φίδι εξέδυε το δέρμα του και το σχολείο ήταν κλειστό, ο Αιθεροβάμων επισκεπτόταν συχνά τον πατέρα του στη δουλειά. Η κατασκευή του νέου μεγάλου έργου, της γέφυρας που θα ένωνε τις όχθες του ποταμού, ήταν επίπονη διαδικασία και τα ζώα κατέβαλλαν πυρετώδεις προσπάθειες, για να συμβάλουν στην ανάπτυξη του Δάσους.
Μια από εκείνες τις μέρες ένα ζαρκάδι ζήτησε άδεια να λείψει για λίγες ώρες, ούτως ώστε να μεταφέρει το μικρό του στο γιατρό. Ο επιστάτης του, όμως, που τύχαινε να είναι και πατέρας του Αιθεροβάμονα, δεν επέτρεψε στο ζαρκάδι να φύγει, γιατί δε θεώρησε ότι η δικαιολογία του ευσταθούσε. Άλλωστε, η περαίωση του έργου είχε καθυστερήσει κι έπρεπε μέχρι το τέλος της εβδομάδας να παραδοθεί, διαφορετικά θα επιβάλλονταν κυρώσεις από τους ιθύνοντες.
Πιθανόν η κατάσταση της υγείας του μικρού ήταν κρίσιμη, γιατί το ζαρκάδι, που είχε τοποθετήσει την οικογένεια ψηλότερα από κάθε άλλη αξία, το έσκασε δίχως δεύτερη σκέψη. Χωρίς χρονοτριβή, οι Λύκοι το πρόλαβαν και το συνέβαλαν, ενώ την επομένη το εξόρισαν για ανυποταγή, στερώντας του κάθε ελπίδα να ξανασμίξει με την οικογένειά του. Λίγο καιρό μετά, ο Αιθεροβάμων, πραγματοποιώντας μια χαμηλή πτήση, είδε ένα θηλυκό ζαρκάδι να κλαίει πάνω από το νεκρό μικρό του.
**********
Γεγονότα σαν κι αυτό έζησε κι άλλα από τότε ο Αιθεροβάμων. Ίσως συνέβαιναν πάντα, αλλά ο ίδιος δεν τα αντιλαμβανόταν. Τώρα όμως ήξερε να πετάει κι έβλεπε την αλήθεια. Λυπημένος, αγανακτισμένος και προβληματισμένος, περιδιάβαινε στο δάσος, προσπαθώντας να βρει μια λύση, μια διέξοδο. Πόσο μεγάλη μοναξιά ένοιωθε! Άραγε δεν υπήρχε κανείς που να νοιώθει σαν αυτόν, δεν υπήρχε ζώο που να βιώνει την καταπίεση;
Στο σημείο του δάσους που κάποτε είχε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο, γιατί είχε ανοίξει τα φτερά του, συνάντησε μια χελώνα. Το ερπετό άρχισε να τον πλησιάζει με αργά βήματα και όταν επιτέλους έφτασε σε απόσταση τέτοια που να μπορεί να του μιλήσει εμπιστευτικά, του είπε: «Σ’ έχω δει να πετάς και σ’ έχω δει να κλαις. Ξέρω τι σε απασχολεί και μπορώ να σε βοηθήσω. Είμαι εκατόν πενήντα χρονών κι έχω ζήσει καλύτερες μέρες. Ξέρω τι θα πει ελεύθερη και ευτυχισμένη φυσική ζωή».
Τα μάτια του Αιθεροβάμονα άνοιξαν διάπλατα. Η χελώνα δεν περίμενε απόκριση: «Ζω εδώ απομονωμένη με το μικρό μου, γιατί δεν αντέχω την υποκρισία και την υποτέλεια. Κανείς δεν ήξερε ότι κρυβόμαστε εδώ μέχρι που ανταμώσαμε τυχαία ένα Αγριογούρουνο. Το έψαχναν να το συλλάβουν, γιατί έγραφε στίχους και τραγούδια που υμνούσαν τα δικαιώματα των ζώων. Ήταν το τελευταίο που είχε απομείνει, τα άλλα Αγριογούρουνα έχουν ήδη συλληφθεί και κανείς δεν ξέρει τι έχουν απογίνει. Τώρα το συνέλαβαν κι αυτό οι Ποντικοί».
Ο Αιθεροβάμων δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Η χελώνα φώναξε το μικρό της κι εκείνο ήρθε και κάθισε κοντά τους. Έμειναν για ώρα αμίλητοι. Ύστερα το πουλί ρώτησε τη χελώνα: «Υπάρχει αλήθεια κάτι που μπορούμε να κάνουμε;».
Η χελώνα καθάρισε το λαιμό της και σαν να περίμενε αυτή την ερώτηση καιρό απάντησε: «Είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Είμαστε λίγοι και θα χρειαστεί χρόνος να αφυπνίσουμε τα άλλα ζώα. Εμένα η ζωή μου τελειώνει...». Έκανε μια μικρή παύση. Έπειτα συνέχισε πιο αποφασιστικά: «... Εσείς έχετε όλη τη ζωή μπροστά σας, πετάξτε λοιπόν μακριά! Υπάρχουν κι άλλα δάση, υπάρχει χώρος σ’ αυτή τη γη για τις ελεύθερες ψυχές, για συνειδήσεις σαν τις δικές σας».
«Κι οι Άνθρωποι;», ρώτησε ο Αιθεροβάμων. «Οι Άνθρωποι δεν είναι απειλή;»
«Οι Άνθρωποι είναι ανόητοι και προβλέψιμοι», απάντησε η χελώνα, βοηθώντας το μικρό της να ανεβεί στη ράχη του Αιθεροβάμονα.
Και το πουλί που ονειρευόταν να πετάξει έφυγε χωρίς να κοιτάξει πια πίσω.
ΤΕΛΟΣ